λαθροχειρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαθροχειρία οι λαθροχειρίες
      γενική της λαθροχειρίας των λαθροχειριών
    αιτιατική τη λαθροχειρία τις λαθροχειρίες
     κλητική λαθροχειρία λαθροχειρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαθροχειρία < {λαθρο- + -χειρία (αρχαία ελληνική χείρ) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.θɾo.çiˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐θρο‐χει‐ρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαθροχειρία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]