λαθροϋλοτομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαθροϋλοτομία θηλυκό
- Το παράνομο κόψιμο ξύλων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαθροϋλοτομία
|