λαθυρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαθυρισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαθυρισμός αρσενικό
- τροφική δηλητηρίαση λόγω κατανάλωσης του φυτού λαθούρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαθυρισμός
|