λαλές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λαλές | οι | λαλέδες |
γενική | του | λαλέ | των | λαλέδων |
αιτιατική | τον | λαλέ | τους | λαλέδες |
κλητική | λαλέ | λαλέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαλές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική لاله (τουρκική lale) + -ς < περσική لاله (lāla, τουλίπα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /laˈles/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐λές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαλές αρσενικό
- (λουλούδι) (πολίτικη διάλεκτος) η τουλίπα
- (λουλούδι) (κυπριακά) η ανεμώνα, λευκό, κόκκινο ή ιώδες (μωβ) αγριολούλουδο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- Άρκεψαν να φκαίνουν οι λαλέδες.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουλιπα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)