λαμπάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαμπάκι τα λαμπάκια
      γενική
    αιτιατική το λαμπάκι τα λαμπάκια
     κλητική λαμπάκι λαμπάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαμπάκι, υποκοριστικό του λάμπα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lamˈba.ci/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαμπάκι ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]