λαμπυρίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαμπυρίδα οι λαμπυρίδες
      γενική της λαμπυρίδας των λαμπυρίδων
    αιτιατική τη λαμπυρίδα τις λαμπυρίδες
     κλητική λαμπυρίδα λαμπυρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lam.biˈɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐μπυ‐ρί‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαμπυρίδα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη λάμπω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: λαμπυρίδα (με διαφορετική σημασία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαμπυρίδα θηλυκό

  1. σπίθα
  2. φωτεινό σήμα ειδοποίησης

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη λάμπω

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

λαμπυρίδα θηλυκό