λαντζιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαντζιέρα οι λαντζιέρες
      γενική της λαντζιέρας
    αιτιατική τη λαντζιέρα τις λαντζιέρες
     κλητική λαντζιέρα λαντζιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαντζιέρα < θηλυκό του λαντζιέρης < λάντζα + -ιέρης < βενετικά lanza < λατινικά lancea

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαντζιέρα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]