λαογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαογραφία οι λαογραφίες
      γενική της λαογραφίας των λαογραφιών
    αιτιατική τη λαογραφία τις λαογραφίες
     κλητική λαογραφία λαογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαογραφία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λαογραφία, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Volkskunde[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.o.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐ο‐γρα‐φί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαογραφία θηλυκό

  • η επιστημονική μελέτη του λαϊκού παραδοσιακού πολιτισμού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]