λαρύγγι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λαρύγγι | τα | λαρύγγια |
γενική | του | λαρυγγιού | των | λαρυγγιών |
αιτιατική | το | λαρύγγι | τα | λαρύγγια |
κλητική | λαρύγγι | λαρύγγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαρύγγι < ελληνιστική κοινή λαρύγγιον < αρχαία ελληνική λάρυγξ + κατάληξη υποκοριστικού -ιον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /laˈɾiŋ.ɟi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ρύγ‐γι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαρύγγι ουδέτερο
- ο λάρυγγας
- του στάθηκε το φαγητό στο λαρύγγι
- η εξωτερική επιφάνεια του λαιμού, στο ύψος περίπου των φωνητικών χορδών
- τον έπιασε από το λαρύγγι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- στρίβω (σε κάποιον) το λαρύγγι: στραγγαλίζω, πνίγω
- το βαθύ λαρύγγι