λασπομάχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λασπομάχος αρσενικό
- αυτός που συμμετέχει σε λασπομαχία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λασπομάχος
|