λασποροή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /la.spo.ɾoˈi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐σπο‐ρο‐ή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λασποροή θηλυκό
- (νεολογισμός) η μεταφορά λάσπης κυρίως μέσω πλημμύρας
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr