λασπωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /la.spoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐σπω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
λασπωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λασπώνω: γεμάτος λάσπες
- ※ Κατέβηκε από το Πίντσιο και βάδισε ώρα πολλή δίπλα στον Τίβερη, που κατέβαζε λασπωμένα νερά.
- Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη, 1950 [μυθιστόρημα], επανέκδοση του: «Ο προορισμός της Μαρίας Πάρνη» στην τριλογία Γερές και αδύναμες γενεές (1933)
- ※ Κατέβηκε από το Πίντσιο και βάδισε ώρα πολλή δίπλα στον Τίβερη, που κατέβαζε λασπωμένα νερά.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη λάσπη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
λασπωμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος gkm
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Μετοχές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)