λατινικούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λατινικούρα < λατινικ(ά) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λατινικούρα θηλυκό
- (μειωτικό, μεγεθυντικό, επιτατικό ουσιαστικό) εξεζητημένη λατινική φράση ή λέξη
- ※ ..κατά την οποίαν λόγιοι και γραμματισμένοι αμιλλώνται ποίος να στολίση τους λόγους του και τα γραφόμενά του με περισσότερες λατινικούρες, θεωρούντες την μητρικήν των γλώσσαν αναξίαν , πρόστυχη και τιποτένια.. (Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Άπαντα: Ερευνητικά, Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 1963, σελ. 245)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λατινικούρα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- λατινικούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -ούρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεγεθυντικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Επιτατικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)