λατιφούντιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λατιφούντιο τα λατιφούντια
      γενική του λατιφούντιου
λατιφουντίου
των λατιφούντιων
λατιφουντίων
    αιτιατική το λατιφούντιο τα λατιφούντια
     κλητική λατιφούντιο λατιφούντια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λατιφούντιο < (άμεσο δάνειο) λατινική latifundium < latus (ευρύς, εκτεταμένος) + fundus (κτήμα, πυθμένας)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λατιφούντιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]