λατόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λατόμος | οι | λατόμοι |
γενική | του | λατόμου | των | λατόμων |
αιτιατική | τον | λατόμο | τους | λατόμους |
κλητική | λατόμε | λατόμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λατόμος < (ελληνιστική κοινή) λατόμος < αρχαία ελληνική λᾶας + -τόμος (τέμνω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λατόμος αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αλατόμητος
- εκλατόμηση
- εκλατομώ
- λατομείο
- λατόμευση
- λατόμημα
- λατόμηση
- λατόμι
- λατομία
- λατομικός
- λατομώ
- → δείτε τις λέξεις λᾶας και τέμνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τόμος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)