λείανση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λείανση οι λειάνσεις
      γενική της λείανσης* των λειάνσεων
    αιτιατική τη λείανση τις λειάνσεις
     κλητική λείανση λειάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λειάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τροχός λείανσης επιφάνειας αντικειμένου σε λειτουργία.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λείανση < (ελληνιστική κοινή)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λείανση θηλυκό

  • η επεξεργασία μιας επιφάνειας ώστε να γίνει λεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]