λεβεντογέννα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεβεντογέννα | οι | λεβεντογέννες |
γενική | της | λεβεντογέννας | — | |
αιτιατική | τη | λεβεντογέννα | τις | λεβεντογέννες |
κλητική | λεβεντογέννα | λεβεντογέννες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεβεντογέννα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεβεντογέννα θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεβεντογέννα
|