λεβεντόκορμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λεβεντόκορμος, -η, -ο
- που έχει λεβέντικη κορμοστασιά, ευθυτενής και γεροδεμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεβεντόκορμος
|