λεγάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λεγάτος | οι | λεγάτοι |
γενική | του | λεγάτου | των | λεγάτων |
αιτιατική | τον | λεγάτο | τους | λεγάτους |
κλητική | λεγάτε | λεγάτοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεγάτος αρσενικό
- (θρησκεία) αρχιεπίσκοπος ή καρδινάλιος ως παπικός απεσταλμένος
- (θρησκεία) τοποτηρητής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
- (θρησκεία) επίσκοπος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σε κάποιες συγκεκριμένες επισκοπές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)