λειχηνόμορφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λειχηνόμορφος η λειχηνόμορφη το λειχηνόμορφο
      γενική του λειχηνόμορφου της λειχηνόμορφης του λειχηνόμορφου
    αιτιατική τον λειχηνόμορφο τη λειχηνόμορφη το λειχηνόμορφο
     κλητική λειχηνόμορφε λειχηνόμορφη λειχηνόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λειχηνόμορφοι οι λειχηνόμορφες τα λειχηνόμορφα
      γενική των λειχηνόμορφων των λειχηνόμορφων των λειχηνόμορφων
    αιτιατική τους λειχηνόμορφους τις λειχηνόμορφες τα λειχηνόμορφα
     κλητική λειχηνόμορφοι λειχηνόμορφες λειχηνόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λειχηνόμορφος < λειχήνα + -ο- + μορφή + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

λειχηνόμορφος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]