λειότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λειότητα οι λειότητες
      γενική της λειότητας των λειοτήτων
    αιτιατική τη λειότητα τις λειότητες
     κλητική λειότητα λειότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λειότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λειότης.[1] Από την αιτιατική ενικού τὴν λειότητα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λει‐ό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λειότητα θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .