λεκές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λεκές | οι | λεκέδες |
γενική | του | λεκέ | των | λεκέδων |
αιτιατική | τον | λεκέ | τους | λεκέδες |
κλητική | λεκέ | λεκέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεκές < (άμεσο δάνειο) τουρκική leke < περσική لکه (lakā)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεκές αρσενικό
- κηλίδα που σχηματίζεται σε κάτι που λερώθηκε, π.χ. σε ένα ρούχο
- (μεταφορικά) κάτι που θίγει την αξιοπρέπεια, την υπόληψη ή την αξία κάποιου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- λεκέ που βγάζει το νερό να μην τον συλλογάσαι : δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για κάτι που διορθώνεται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεκές
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)