λευκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λευκός η λευκή το λευκό
      γενική του λευκού της λευκής του λευκού
    αιτιατική τον λευκό τη λευκή το λευκό
     κλητική λευκέ λευκή λευκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λευκοί οι λευκές τα λευκά
      γενική των λευκών των λευκών των λευκών
    αιτιατική τους λευκούς τις λευκές τα λευκά
     κλητική λευκοί λευκές λευκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λευκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λευκός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewk- (λευκός, λαμπρός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lefˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λευ‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

λευκός -ή -ό

  1. που έχει λευκό χρώμα
     συνώνυμα: άσπρος
  2. που έχει ανοιχτόχρωμο δέρμα, που ανήκει στη λεγόμενη λευκή φυλή, σε αντίθεση με τους Αφρικανούς ή τους Ασιάτες
  3. (μεταφορικά) άγραφος, καθαρός, μη βεβαρυμένος
    λευκό ποινικό μητρώο
  4. (ουσιαστικοποιημένο) λευκοί
    1. (ιστορία) αθλητική ομάδα του ιπποδρόμου στο Βυζάντιο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  1. εν λευκώ: με λευκή - ανύπαρκτη - δέσμευση, ελεύθερα, χωρίς κανέναν περιορισμό, χωρίς όρους
  2. λευκή επιταγή: επιταγή στην οποία ο εκδότης δεν αναγράφει το ποσό που πρέπει να εισπράξει ο κομιστής, επομένως μπορεί ο τελευταίος να συμπληρώσει το κενό κατά βούληση
  3. λευκή νύχτα: μια νύχτα αϋπνίας ή μια νύχτα χωρίς σεξουαλική επαφή
  4. λευκός γάμος: γάμος που δεν ολοκληρώνεται με συνουσία (να μην συγχέεται με τον εικονικό γάμο)
  5. λευκό ειδύλλιο: φλερτ που δεν ολοκληρώνεται με συνουσία
    • Ο Νίτσε δεν είχε λευκό ειδύλλιο με την Λου Σαλομέ αλλά μονομερές φαντασιακό ειδύλλιο, πράγμα σαφέστατα διαφορετικό. Ο ίδιο το ξεπέρασε κοιτώντας μπροστά, ενώ άλλοι (Irvin Yalom) τον γύμνωσαν καθώς έκλεγε.
  6. λευκός θάνατος: η ηρωίνη ή ο θάνατος από ναρκωτικά
  7. λευκή απεργία]: η απεργία κατά την οποία οι εργαζόμενοι παραμένουν στον εργασιακό τους χώρο
  8. λευκό ψηφοδέλτιο
  9. λευκό αιμοσφαίριο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
λευκ- 

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λευκός λευκή τὸ λευκόν
      γενική τοῦ λευκοῦ τῆς λευκῆς τοῦ λευκοῦ
      δοτική τῷ λευκ τῇ λευκ τῷ λευκ
    αιτιατική τὸν λευκόν τὴν λευκήν τὸ λευκόν
     κλητική ! λευκέ λευκή λευκόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λευκοί αἱ λευκαί τὰ λευκᾰ́
      γενική τῶν λευκῶν τῶν λευκῶν τῶν λευκῶν
      δοτική τοῖς λευκοῖς ταῖς λευκαῖς τοῖς λευκοῖς
    αιτιατική τοὺς λευκούς τὰς λευκᾱ́ς τὰ λευκᾰ́
     κλητική ! λευκοί λευκαί λευκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λευκώ τὼ λευκᾱ́ τὼ λευκώ
      γεν-δοτ τοῖν λευκοῖν τοῖν λευκαῖν τοῖν λευκοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λευκός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewk- (λευκός, λαμπρός). Συγγενή: λατινική lux, σανσκριτική रोचते (rocate), λυκιακή լոյս (loys), αγγλοσαξονική lēoht, αγγλική light

Επίθετο[επεξεργασία]

λευκός -ή -όν

  1. λαμπρός, καθαρός
  2. λευκός, άσπρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
λευκ- 

σύνθετα

και πάνω από 200 Λέξεις με -λευκ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

Πηγές[επεξεργασία]