ληξίαρχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ληξίαρχος | οι | ληξίαρχοι |
γενική | του | ληξίαρχου & ληξιάρχου |
των | ληξίαρχων & ληξιάρχων |
αιτιατική | τον | ληξίαρχο | τους | ληξίαρχους & ληξιάρχους |
κλητική | ληξίαρχε | ληξίαρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ληξίαρχος, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ληξίαρχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ληξίαρχος αρσενικό
- ο προϊστάμενος του ληξιαρχείου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ληξίαρχος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ληξίαρχος αρσενικό
- ο υπεύθυνος για την εγγραφή των νέων πολιτών στα αρχεία του δήμου τους όταν έφταναν στην ενηλικίωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 890