λιβελογράφημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιβελογράφημα < λιβελογραφώ + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιβελογράφημα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του λιβελογραφώ, ακραία επιθετικό κείμενο, λίβελος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιβελογράφημα
|