λιγότερο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιγότερο < επίθετο λιγότερος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liˈɣo.te.ɾo/

Επίρρημα[επεξεργασία]

λιγότερο

  • συγκριτικός βαθμός του λίγο
    1. πιο λίγο, σε μικρότερο βαθμό
      Ευτυχώς, χρειάστηκε να περιμένουμε λιγότερο απ' ό,τι είχαμε υπολογίσει.
      Το άσπρο μου αρέσει λιγότερο από το μαύρο.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]