λιλιπούτειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιλιπούτειος < (λόγιο δάνειο) αγγλική lilliputian < Lilliput + -ειος, όνομα φανταστικής χώρας με ανθρώπους «6 ιντσών» στο μυθιστόρημα Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ (Gulliver's Travels) του Ιρλανδού Τζόναθαν Σουίφτ (Jonathan Swift)
Επίθετο[επεξεργασία]
λιλιπούτειος, -α, -ο
- πολύ μικρός σε διαστάσεις, μικρόσωμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιλιπούτειος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τις τέχνες και τους θρύλους (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)