λιμαδόρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιμαδόρα οι λιμαδόρες
      γενική της λιμαδόρας
    αιτιατική τη λιμαδόρα τις λιμαδόρες
     κλητική λιμαδόρα λιμαδόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιμαδόρα < λιμαδόρος +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιμαδόρα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • λιμαδόρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]