λυρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λυρισμός | οι | λυρισμοί |
γενική | του | λυρισμού | των | λυρισμών |
αιτιατική | τον | λυρισμό | τους | λυρισμούς |
κλητική | λυρισμέ | λυρισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λυρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lyrisme (λύρα + -ισμός). Διαφορετική η (ελληνιστική κοινή) λυρισμός (παίξιμο της λύρας.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λυρισμός αρσενικό
- (φιλολογία) ο χαρακτήρας και τα γνωρίσματα της λυρικής ποίησης
- (γενικότερα) λόγος ή έκφραση καλλιτεχνική με χαρακτήρα συναισθηματικό και ποιητικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη λύρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)