λυριτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λυριτζής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο οργανοπαίκτης που χειρίζεται λύρα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- * λυράρης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λυριτζής
|