λυσσομανώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λυσσομανῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυσσομανώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυσσομανῶ → και δείτε την ετυμολογία στο λυσσομανάω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.so.maˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυσ‐σο‐μα‐νώ

Ρήμα[επεξεργασία]

λυσσομανώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]