λύτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | λύτρα | ||
γενική | των | λύτρων | ||
αιτιατική | τα | λύτρα | ||
κλητική | λύτρα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λύτρα < αρχαία ελληνική λύτρα < λύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λύτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί για την απελευθέρωση ενός ατόμου που κρατείται όμηρος
- (μεταφορικά) τίμημα για την απόκτηση κάποιου πολύτιμου πράγματος