μάγκικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μάγκικος η μάγκικη το μάγκικο
      γενική του μάγκικου της μάγκικης του μάγκικου
    αιτιατική τον μάγκικο τη μάγκικη το μάγκικο
     κλητική μάγκικε μάγκικη μάγκικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μάγκικοι οι μάγκικες τα μάγκικα
      γενική των μάγκικων των μάγκικων των μάγκικων
    αιτιατική τους μάγκικους τις μάγκικες τα μάγκικα
     κλητική μάγκικοι μάγκικες μάγκικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάγκικος < μάγκας + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

μάγκικος, -η, -ο

  • που ανήκει ή χαρακτηρίζει το μάγκα
μάγκικοι τρόποι, μάγκικη έκφραση

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]