μάνγκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάνγκο < (άμεσο δάνειο) αγγλική mango < πορτογαλική manga < ταμίλ மாங்காய் (māṅkāy)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmaŋ.ɡo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μάν‐γκο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάνγκο ουδέτερο άκλιτο
- (φυτό) αειθαλές δέντρο (το είδος Mangifera indica) με μικρά άσπρα άνθη· κατάγεται από την Ινδία και παράγει το ομώνυμο φρούτο
- (φρούτο) ο καρπός του παραπάνω δέντρου, σφαιρικός ή ωοειδής, με πράσινο ή κίτρινο έως κόκκινο χρώμα, που περιέχει ένα μεγάλο κουκούτσι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μάνγκο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα ταμίλ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Φρούτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)