μίζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μίζα | οι | μίζες |
γενική | της | μίζας | των | μιζών |
αιτιατική | τη | μίζα | τις | μίζες |
κλητική | μίζα | μίζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μίζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική mise < mettre
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μίζα και μίτζα θηλυκό
- (στο αυτοκίνητο) ο μηχανισμός που θέτει τον κινητήρα σε λειτουργία
- τα λεφτά που στοιχηματίζει κάποιος στο καζίνο ή στα χαρτιά
- η παράνομη προμήθεια που δίνεται σε κάποιον που μεσολάβησε σε μια εμπορική συμφωνία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηχανισμός του αυτοκινήτου
χρηματική προμήθεια