μίξερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μίξερ < λείπει η ετυμολογία
Ανακάτεμα ζύμης σε μίξερ.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μίξερ ουδέτερο άκλιτο

  • (κουζινικά) το μηχάνημα ή το σκεύος με το οποίο ανακατώνουμε ή συνθλίβουμε φαγώσιμα ώστε να γίνουν πολτός ή χυμός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]