μαγευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγευτικός < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μαγεύω
Επίθετο[επεξεργασία]
μαγευτικός, -ή, -ό
- (για στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος) που μαγεύει με την ομορφιά του
- μαγευτική νύχτα, μαγευτικό τοπίο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγευτικός