μαγιάτικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαγιάτιος η μαγιάτιη το μαγιάτιο
      γενική του μαγιάτιου της μαγιάτιης του μαγιάτιου
    αιτιατική τον μαγιάτιο τη μαγιάτιη το μαγιάτιο
     κλητική μαγιάτιε μαγιάτιη μαγιάτιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαγιάτιοι οι μαγιάτιες τα μαγιάτια
      γενική των μαγιάτιων των μαγιάτιων των μαγιάτιων
    αιτιατική τους μαγιάτιους τις μαγιάτιες τα μαγιάτια
     κλητική μαγιάτιοι μαγιάτιες μαγιάτια
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαγιάτικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μαγιάτικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈʝa.ti.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐γιά‐τι‐κο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαγιάτικο ουδέτερο

  1. είδος ψαριού (που ψαρεύεται -συνήθως- τον Μάιο)
  2. (βοτανική) λουλούδι που ανθίζει τον Μάιο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μαγιάτικο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μαγιάτικος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μαγιάτικος