μακαριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μακαριά | οι | μακαριές |
γενική | της | μακαριάς | των | μακαριών |
αιτιατική | τη | μακαριά | τις | μακαριές |
κλητική | μακαριά | μακαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακαριά < καθαρεύουσα και μεσαιωνική ελληνική μακαρία, ουσιστικοποιημένο θηλυκό του μακάριος < αρχαία ελληνική μάκαρ (ο ευλογημένος, ο ευτυχής)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακαριά θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)
- το φαγητό που σύμφωνα με το έθιμο προσφέρεται μετά την κηδεία από τους συγγενείς του μακαρίτη
- (λαογραφία) ψυχόπιτα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μακαριά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)