μαργαριτάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Μαργαριτάρια.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαργαριτάρι τα μαργαριτάρια
      γενική του μαργαριταριού των μαργαριταριών
    αιτιατική το μαργαριτάρι τα μαργαριτάρια
     κλητική μαργαριτάρι μαργαριτάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαργαριτάρι < μεσαιωνική ελληνική μαργαριτάριον < (ελληνιστική κοινήμαργαρίτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαργαριτάρι ουδέτερο

  1. πολύτιμος λίθος που σχηματίζεται μέσα στα όστρακα ορισμένων στρειδιών, με γυαλιστερή και συνήθως σφαιρική εμφάνιση
  2. (μεταφορικά) σοβαρό γλωσσικό σφάλμα (προφορικό ή γραπτό)
    Εγώ είμαι πολύ ήρεμη. Δεν *εκβουρλίζομαι με τίποτα.
    μαργαριτάρια μαθητών από τις εξετάσεις: ...και ο Μέγας Αλέξανδρος διέταξε «Πυρ!» κι έτσι άρχισε η μάχη του Γρανικού.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Όροι για τα λάθη στον λόγο:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]