μελατονίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελατονίνη | ||
γενική | της | μελατονίνης | ||
αιτιατική | τη | μελατονίνη | ||
κλητική | μελατονίνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μελατονίνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (βιολογία): ορμόνη της υπόφυσης που θεωρείται υπεύθυνη για την αναστολή των αναπαραγωγικών δραστηριοτήτων.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μελατονίνη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)