μεφίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεφίτιδα οι μεφίτιδες
      γενική της μεφίτιδας των μεφιτίδων
    αιτιατική τη μεφίτιδα τις μεφίτιδες
     κλητική μεφίτιδα μεφίτιδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεφίτιδα < → δείτε τη λέξη μεφίτις για το ταξινομικό γένος Mephitis

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ˈfi.ti.ða/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεφίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]