μηνιγγίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηνιγγίτιδα οι μηνιγγίτιδες
      γενική της μηνιγγίτιδας των μηνιγγίτιδων
    αιτιατική τη μηνιγγίτιδα τις μηνιγγίτιδες
     κλητική μηνιγγίτιδα μηνιγγίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηνιγγίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική méningite[1] < méninge < αρχαία ελληνική μῆνιγξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηνιγγίτιδα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]