μηνιγγιτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηνιγγιτισμός < μηνιγγίτιδα + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική meningism)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηνιγγιτισμός αρσενικό
- (ιατρική) σύνολο συμπτωμάτων παρόμοιων με της μηνιγγίτιδας (αυχενική δυσκαμψία, φωτοφοβία, πονοκέφαλος), που όμως δεν σχετίζονται με μηνιγγίτιδα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μηνίγγι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Meningism στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηνιγγιτισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)