μολυσματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μολυσματικός < μόλυσμα + -τικός < αρχαία ελληνική μόλυσμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mo.li.zma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐λυ‐σμα‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
μολυσματικός, -ή, -ό
- που προκαλεί μόλυνση
- που μεταδίδεται με μόλυνση
- ※ Η ευλογιά των πιθήκων, μολυσματική ασθένεια που συνήθως έχει ήπια συμπτώματα, είναι ενδημική σε τμήματα της δυτικής και της κεντρικής Αφρικής. Εξαπλώνεται μέσω της στενής επαφής, κάτι που σημαίνει πως μπορεί να περιοριστεί σχετικά εύκολα, με απομόνωση και τήρηση των κανόνων υγιεινής. (Εφημερίδα των Συντακτών, 22.05.2022)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μολυσματικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)