μοχθηρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοχθηρία < αρχαία ελληνική μοχθηρία < μοχθηρός < μόχθος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοχθηρία θηλυκό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του μοχθηρού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοχθηρία