μπαγαπόντικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπαγαπόντικος η μπαγαπόντικη το μπαγαπόντικο
      γενική του μπαγαπόντικου της μπαγαπόντικης του μπαγαπόντικου
    αιτιατική τον μπαγαπόντικο την μπαγαπόντικη το μπαγαπόντικο
     κλητική μπαγαπόντικε μπαγαπόντικη μπαγαπόντικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπαγαπόντικοι οι μπαγαπόντικες τα μπαγαπόντικα
      γενική των μπαγαπόντικων των μπαγαπόντικων των μπαγαπόντικων
    αιτιατική τους μπαγαπόντικους τις μπαγαπόντικες τα μπαγαπόντικα
     κλητική μπαγαπόντικοι μπαγαπόντικες μπαγαπόντικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαγαπόντικος < υποκοριστικό του μπαγαπόντης

Επίθετο[επεξεργασία]

μπαγαπόντικος, -η, -ο


Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]