μπαγλαμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαγλαμάς οι μπαγλαμάδες
      γενική του μπαγλαμά των μπαγλαμάδων
    αιτιατική τον μπαγλαμά τους μπαγλαμάδες
     κλητική μπαγλαμά μπαγλαμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μπουζούκι και μπαγλαμάς

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαγλαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική bağlama (το σάζι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ba.ɣlaˈmas/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαγλαμάς αρσενικό

  1. (μουσικό όργανο) τρίχορδο μουσικό όργανο με μικρό αχλαδόσχημο ηχείο και μακρύ σχετικά μπράτσο που συχνά συνοδεύει το μπουζούκι σε λαϊκές ορχήστρες
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος ανόητος, χωρίς αξία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]