μπαμπόγρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαμπόγρια οι μπαμπόγριες
      γενική της μπαμπόγριας
    αιτιατική την μπαμπόγρια τις μπαμπόγριες
     κλητική μπαμπόγρια μπαμπόγριες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαμπόγρια < μπάμπ(ω) + -ό- + γριά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαμπόγρια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπαμπόγερος