μπανγκλαντεσιανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπανγκλαντεσιανός η μπανγκλαντεσιανή το μπανγκλαντεσιανό
      γενική του μπανγκλαντεσιανού της μπανγκλαντεσιανής του μπανγκλαντεσιανού
    αιτιατική τον μπανγκλαντεσιανό την μπανγκλαντεσιανή το μπανγκλαντεσιανό
     κλητική μπανγκλαντεσιανέ μπανγκλαντεσιανή μπανγκλαντεσιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπανγκλαντεσιανοί οι μπανγκλαντεσιανές τα μπανγκλαντεσιανά
      γενική των μπανγκλαντεσιανών των μπανγκλαντεσιανών των μπανγκλαντεσιανών
    αιτιατική τους μπανγκλαντεσιανούς τις μπανγκλαντεσιανές τα μπανγκλαντεσιανά
     κλητική μπανγκλαντεσιανοί μπανγκλαντεσιανές μπανγκλαντεσιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπανγκλαντεσιανός < Μπανγκλαντεσιανός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ban.gla.de.si.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαν‐γκλα‐ντε‐σι‐α‐νός

Επίθετο[επεξεργασία]

μπανγκλαντεσιανός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]